- κονδαξ
- κόνδαξ-ᾰκος ὅ колышек, кол
κόνδακα παίζειν Anth. = βινεῖν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόνδακα παίζειν Anth. = βινεῖν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόνδαξ — κόνδαξ, ακος, ὁ (Α) 1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή 2. φρ. «παίζω κόνδακα» μτφ. συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. ρύ αξ, πίδ αξ)] … Dictionary of Greek
κόνδαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνδακα — κόνδαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… … Hofmann J. Lexicon universale
κόνταξ — κόνταξ, ακος, ὁ (Μ) 1. κοντός, κοντάρι 2. κόνδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + κατάλ. αξ (πρβλ. πίδ αξ, σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek